συνηυλίσθη

συνηυλίσθη
συναυλίζομαι
have dealings with
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναυλίζομαι — ΜΑ [σύναυλος (II)] έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι αρχ. 1. συγκατοικώ 2. συναθροίζομαι («θηρῶν ὅμιλος ἡμέρως συνηυλίσθη», Βάβρ.) 3. (για στρατεύματα) στρατοπεδεύω σε γειτονικές περιοχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”